- φορβάδος
- φορβάςgiving pasturemasc/fem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φορβάδα — η / φορβάς, άδος, ΝΜΑ η φοράδα μσν. αρχ. αυτός που παρέχει φορβή, ζωοτροφή («φορβάδος ἐκ γαίας», Σοφ.) αρχ. 1. (για άλογα και βόδια) (και για αρσ.) αγελαίος 2. μτφ. (για γυναίκα) πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορβ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ.… … Dictionary of Greek